συντάμνω

συντάμνω
Α
ιων. τ. βλ. συντέμνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συντέμνω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντέμνω και ιων. τ. συντάμνω Α [τέμνω] μτφ. α) περιστέλλω, περιορίζω, περικόπτω β) (σχετικά με λόγο) συντομεύω νεοελλ. (το θηλ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η συντέμνουσα μαθ. τριγωνομετρική συνάρτηση που αντιστοιχίζει σε κάθε γωνία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”